- αλιαστάς
- ἁλιαστάς, ο (Α) [ἁλία Ι]δωρικός τύπος τού ἡλιαστὴς (βλ. ηλιαστές).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλία — I Ονομασία της εκκλησίας του δήμου σε πολλές δωρικές πόλεις της αρχαίας Ελλάδας και κυρίως στη Σπάρτη. H α. δεν είχε απεριόριστη εξουσία όπως η εκκλησία του δήμου στην εποχή της αθηναϊκής δημοκρατίας. II (halia). Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά … Dictionary of Greek